- χλευάζομαι
- χλευάζομαι, χλευάστηκα, χλευασμένος βλ. πίν. 36
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
χλευάζομαι — χλευάζω jest pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολαβρίζω — (Α) [κόλαβρος] 1. χορεύω τον κολαβρισμό* 2. παθ. κολαβρίζομαι χλευάζομαι, σκώπτομαι, ατιμάζομαι, θεωρούμαι αναξιόλογος … Dictionary of Greek